- σίτηρις
- -ήρεως, ἡ, Αβλ. σίτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίτηση — η / σίτησις ήσεως, ΝΜΑ, και ερετρ. τ. σίτηρις, Α [σιτῶ] η παροχή ή η λήψη τροφής, η διατροφή (α. «έπρεπε να εξασφαλίσει τη σίτηση και τη διαμονή του» β. «τὴν τοιαύτην σίτησιν καὶ δίαιταν», Πλάτ. γ. «οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῑτον ἀλλ ἐπὶ… … Dictionary of Greek